- ἱπποδιώκτας
- ἱπποδιώκτᾱς , ἱπποδιώκτηςdrivermasc acc pl (doric)ἱπποδιώκτᾱς , ἱπποδιώκτηςdrivermasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποδιώκτης — ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α) 1. ιππηλάτης*, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων 2. επιγρ. είδος μονομάχου … Dictionary of Greek